-
1 τεχνολογία
τεχνολογίᾱ, τεχνολογίαsystematic treatment: fem nom /voc /acc dualτεχνολογίᾱ, τεχνολογίαsystematic treatment: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τεχνολογίᾱͅ, τεχνολογίαsystematic treatment: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 τεχνολογια
-
3 τεχνολογίᾳ
Βλ. λ. τεχνολογία -
4 τεχνολογία
η1) технология; 2) грам, анализ, разбор -
5 τεχνολογία
[тэхнологиа] ουσ. Θ. технология.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τεχνολογία
-
6 τεχνολογία
[тэхнологиа] ουσ θ технология. -
7 τεχνολογία
τεχνολογ-ία, ἡ,A systematic treatment, of grammar, etc., Phld.Rh.1.128 S.(pl.), Cic. Att.4.16.3, Anon.Lond.2.18, Plu.2.514a (pl.), S.E.P.2.205, lamb. Comm.Math.7, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνολογία
-
8 τεχνολογία
τεχνο-λογία, ἡ, Rede od. Abhandlung über Künste, kunstgemäße Abhandlung über eine Kunst od. Wissenschaft -
9 τεχνολογία
technologia (f) rzecz. -
10 τεχνολογία
technologyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τεχνολογία
-
11 τεχνολογίας
τεχνολογίᾱς, τεχνολογίαsystematic treatment: fem acc plτεχνολογίᾱς, τεχνολογίαsystematic treatment: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 τεχνολογίαι
τεχνολογίᾱͅ, τεχνολογίαsystematic treatment: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 τεχνολογίαν
τεχνολογίᾱν, τεχνολογίαsystematic treatment: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 τεχνολογίαις
τεχνολογίαsystematic treatment: fem dat pl -
15 teknoloji
τεχνολογία -
16 technology
τεχνολογία -
17 технология
-и θ.τεχνολογία•технология судостроения τεχνολογία ναυπηγίας•
технология металлов τεχνολογία μετάλλων.
-
18 технология
-
19 технология
технол||огияж ἡ τεχνολογία:\технологияо́гия металлов ἡ τεχνολογία τῶν μετάλλων. -
20 гелиотехника
η ηλιακή ενεργειακή τεχνολογία και μηχανική, η ηλιοτεχνική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гелиотехника
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τεχνολογία — τεχνολογίᾱ , τεχνολογία systematic treatment fem nom/voc/acc dual τεχνολογίᾱ , τεχνολογία systematic treatment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολογίᾳ — τεχνολογίᾱͅ , τεχνολογία systematic treatment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολογία — η 1. επιστημονική πραγματεία για τέχνη ή επιστήμη. 2. επιστημονική έκθεση των μεθόδων με τις οποίες γίνεται η μετατροπή των πρώτων υλών σε βιομηχανικά προϊόντα: Χημική τεχνολογία. 3. τα επιτεύγματα του ανθρώπου στους τεχνικούς τομείς: Η τηλεόραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνολογία — Όρος με διάφορες έννοιες. Στη γραμματική είναι, η ανάλυση μιας λέξης ή ενός κειμένου. Στην οικονομία, είναι η επιστημονική έκθεση των μέσων με τα οποία η πρώτη ύλη μετατρέπεται σε βιομηχανικό προϊόν. Ο κλάδος αυτός της επιστήμης ερευνά τις… … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek
αντιρρυπαντική τεχνολογία — Μορφή βιομηχανικής παραγωγής, η οποία αναπτύχθηκε με σκοπό να παράγει προϊόντα κατάλληλα για την αντιμετώπιση διαφόρων μορφών ρύπανσης (ηλεκτροστατικά φίλτρα, συστήματα καθαρισμού νερού, χημικά διασκορπισμού του πετρελαίου στη θάλασσα και τις… … Dictionary of Greek
τεχνολογίας — τεχνολογίᾱς , τεχνολογία systematic treatment fem acc pl τεχνολογίᾱς , τεχνολογία systematic treatment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολογίαι — τεχνολογίᾱͅ , τεχνολογία systematic treatment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολογίαν — τεχνολογίᾱν , τεχνολογία systematic treatment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολογίαις — τεχνολογία systematic treatment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek