Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η τεχνολογία

См. также в других словарях:

  • τεχνολογία — τεχνολογίᾱ , τεχνολογία systematic treatment fem nom/voc/acc dual τεχνολογίᾱ , τεχνολογία systematic treatment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολογίᾳ — τεχνολογίᾱͅ , τεχνολογία systematic treatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολογία — η 1. επιστημονική πραγματεία για τέχνη ή επιστήμη. 2. επιστημονική έκθεση των μεθόδων με τις οποίες γίνεται η μετατροπή των πρώτων υλών σε βιομηχανικά προϊόντα: Χημική τεχνολογία. 3. τα επιτεύγματα του ανθρώπου στους τεχνικούς τομείς: Η τηλεόραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνολογία — Όρος με διάφορες έννοιες. Στη γραμματική είναι, η ανάλυση μιας λέξης ή ενός κειμένου. Στην οικονομία, είναι η επιστημονική έκθεση των μέσων με τα οποία η πρώτη ύλη μετατρέπεται σε βιομηχανικό προϊόν. Ο κλάδος αυτός της επιστήμης ερευνά τις… …   Dictionary of Greek

  • Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση …   Dictionary of Greek

  • αντιρρυπαντική τεχνολογία — Μορφή βιομηχανικής παραγωγής, η οποία αναπτύχθηκε με σκοπό να παράγει προϊόντα κατάλληλα για την αντιμετώπιση διαφόρων μορφών ρύπανσης (ηλεκτροστατικά φίλτρα, συστήματα καθαρισμού νερού, χημικά διασκορπισμού του πετρελαίου στη θάλασσα και τις… …   Dictionary of Greek

  • τεχνολογίας — τεχνολογίᾱς , τεχνολογία systematic treatment fem acc pl τεχνολογίᾱς , τεχνολογία systematic treatment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολογίαι — τεχνολογίᾱͅ , τεχνολογία systematic treatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολογίαν — τεχνολογίᾱν , τεχνολογία systematic treatment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολογίαις — τεχνολογία systematic treatment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»